- σύναψη
- η / σύναψις, -άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω]1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.)2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωσηνεοελλ.1. βιολ. μορφολογική και λειτουργική διαφοροποιημένη ζώνη τών σημείων επαφής τών νευρικών κυττάρων μεταξύ τους και με άλλους τύπους κυττάρων, η οποία εξασφαλίζει την ανταλλαγή πληροφοριών και είναι το σημείο μεταβίβασης τών νευρικών ώσεων μεταξύ δύο νευρώνων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου2. φρ. α) «νευρομυϊκή σύναψη»βιολ. σύνδεση μεταξύ ενός νευρώνα και ενός κυττάρου τελεστήβ) «χημικές συνάψεις»βιολ. συνάψεις στις οποίες κάθε αμύελη απόληξη νευρικής ίνας διογκώνεται στο άκρο της και σχηματίζει το συναπτικό κομβίο που διαχωρίζεται από τον γειτονικό νευρώνα ή το άλλο κύτταρογ) «ηλεκτρικές συνάψεις»βιολ. συνάψεις στις οποίες είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία μεταξύ νευρώνων τών οποίων οι μεμβράνες είναι συγχωνευμένες, επιτρέποντας έτσι στα ιόντα να ρέουν μεταξύ τών κυττάρων μέσω αγωγών, οι οποίοι καλούνται χώροι σύνδεσηςδ) «σύναψη γάμου» — πάντρεμαε) «σύναψη δανείου» — δανεισμόςστ) «σύναψη συμφωνίας ή συνθήκης» — πραγματοποίηση συμφωνίας ή συνθήκηςζ) «σύναψη σχέσεων» — δημιουργία φιλικού ή ερωτικού δεσμούμσν.ο δεσμός τού γάμουαρχ.1. (για αστέρες) συγκέντρωση2. απαρίθμηση κακουργημάτων3. συνωμοσία.
Dictionary of Greek. 2013.